συνύπατος

συνύπατος
ὁ, Α [ὕπατος]
ύπατος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνύπατος — colleague in the consulship masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπάτου — συνύπατος colleague in the consulship masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπάτῳ — συνύπατος colleague in the consulship masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνύπατον — συνύπατος colleague in the consulship masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυπατεύω — Α [συνύπατος] είμαι ύπατος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… …   Dictionary of Greek

  • Πομπήιος — I Όνομα ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων με τρεις διαφορετικούς κλάδους. Το 141 π.Χ. η οικογένεια έγινε «ευγενής». 1. Γναίος Πομπήιος Στράβων. Στρατηγός, που ως ύπατος έκανε επιτυχή εκστρατεία στον Κοινωνικό ή Συμμαχικό Πόλεμο. Ψήφισε τον Πομπήιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”